- ὀρρόμελι
- ὀρρό-μελι, ιτος, τό,A whey and honey, Gp.12.22.1 (v.l. οἰνό-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορρόμελι — ὀρρόμελι, ιτος, τὸ (Μ) τυρόγαλο με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρρός (βλ. λ. ορός) + μέλι] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek